- ἐπέφυκον
- ἐπέφῡκον, [dialect] Dor. for ἐπεφύκεσαν, [ per.] 3pl. [tense] plpf. of φύω, Hes.Op.149, Th.152.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπέφυκον — ἐπέφῡκον , φύω bring forth aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COTTUS — Gigas centimanus, Hesiod. in Theogon. v. 147. Α῎λλοι δ᾿ αὖ Γαίης τε καὶ Ο᾿υρανοῦ ἐξεγεν´οντο, Τρεῖς παῖδες μεγάλοι καὶ ὄβριμοι, ουκ ὀνομαςτοὶ, Κοττός τε Βριάρεώς τε, Γύγης θ᾿, ὑπερήφανα τέκνα, Τῶν ἑκατὸν μεν` χεῖρες ἀπ᾿ ὤμων ἄίςςοντο Α῎πλαςτοι,… … Hofmann J. Lexicon universale